φιορίνι

φιορίνι
το, Ν
1. χρυσό ή αργυρό νόμισμα που κόπηκε για πρώτη φορά στην Φλωρεντία στα μέσα τού 13ου αιώνα
2. (σήμερα) νομισματική μονάδα τής Ολλανδίας, τής Ουγγαρίας κ.ά. χωρών, αλλ. φλορίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fiorin < ιταλ. fiorino (βλ. και λ. φλορίνι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιορίνι — φιορίνι, το και φλορίνι, το (λ. ιταλ.) 1. χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, που κόπηκε πρώτη φορά στη Φλωρεντία στα μέσα του 13ου αι., διαδόθηκε έπειτα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 2. ως το 2001 η κύρια νομισματική μονάδα της Oλλανδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • φλορίνι — και φλορίνιο και φλωρίνι, το, Ντο φιορίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. florin < λατ. flos, floris, «άνθος», λόγω τού ότι τα πρώτα φλορίνια είχαν στη μία όψη τους τον κρίνο, δηλαδή το σύμβολο τής Φλωρεντίας] …   Dictionary of Greek

  • Φλωρεντία — (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης. Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι.,… …   Dictionary of Greek

  • fiorin — FIORÍN, fiorini, s.m. Nume dat mai multor monede de aur şi de argint, bătute în diverse ţări, care au circulat şi la noi până în secolul trecut; florin. [pr.: fi o . – var.: (înv.) fiorínt s.m.] – Din it. fiorino. Trimis de LauraGellner,… …   Dicționar Român

  • φλορίνι — το βλ. φιορίνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”